-
1 εξαδυνατεω
1) быть совершенно бессильным, не быть в состоянии(ποιεῖν τι Arst., Plut.; πρός τι Arst.)
2) быть крайне слабым(ἐξαδυνατοῦντες καὴ περικακοῦντες Polyb.; ἐ. τῷ σώματι Plut.)
1 εξαδυνατεω
(ποιεῖν τι Arst., Plut.; πρός τι Arst.)
(ἐξαδυνατοῦντες καὴ περικακοῦντες Polyb.; ἐ. τῷ σώματι Plut.)